- επικόλλημα
- το (Α ἐπικόλλημα)νεοελλ.πολύτιμο ξύλο που επικολλάται πάνω στην επιφάνεια κοινού ξύλου, καπλαμάςαρχ.αυτό που κολλιέται πάνω σε ένα αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλλημα (< κολλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικολλήματα — ἐπικόλλημα that which is glued on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλημα — το (AM κόλλημα) [κολλώ] καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί νεοελλ. 1. κόλληση, συγκόλληση 2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα 3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα 4. βοτ. γένος λειχήνων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
κόλλημα — το, ατος 1. κόλληση. 2. μπάλωμα, επικόλλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)